- συκώνας
- (I)και συκεώνας, ο / συκών και συκεών, -ῶνος, ΝΑκήπος κατάφυτος με συκιές.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + κατάλ. -(ε)ών (πρβλ. περιστερ-[ε]ών[ας])].————————(II)ο, Νβιολ. τύπος μέτριας πολυπλοκότητας τής οργάνωσης τών ασβεστολιθικών σπόγγων, ενδιάμεσος μεταξύ τού ασκώδους, πιο απλού, και τού λευκώδους, πιο περίπλοκου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sycon < σῦκον].
Dictionary of Greek. 2013.